- κακομαχοῦντας
- κακομαχέωfight unfairlypres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακομαχώ — κακομαχῶ, έω (Α) [κακόμαχος] 1. μάχομαι δόλια («πολλοὺς τῶν ἀθλητῶν ἑώρα κακομαχοῡντας», Λουκιαν.) 2. παλεύω, μάχομαι απεγνωσμένα … Dictionary of Greek